ματαπιάνω

ματαπιάνω
1. πιάνω πάλι κάτι στα χέρια μου
2. μτφ. αρχίζω πάλι μια ασχολία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ματα-* + πιάνω].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • ματα- — α συνθετικό ρημάτων που ανάγεται στην αρχ. πρόθεση μετά, με προληπτική αφομοίωση τού ε σε α και σημαίνει «ξανά», ότι δηλαδή αυτό που δηλώνει το β συνθετικό επαναλαμβάνεται (πρβλ. ματαλέω, ματαρχινώ, ματαπιάνω) …   Dictionary of Greek

  • μεταπιάνω — και ματαπιάνω (Μ μεταπιάνω) 1. πιάνω ή παίρνω ξανά στα χέρια μου («από τότε που έπαθε καρδιακό επεισόδιο υποσχέθηκε να μη ματαπιάσει χαρτιά στα χέρια του») 2. (σχετικά με τέχνη ή επάγγελμα) ασχολούμαι ή καταγίνομαι πάλι με κάτι ή επιδίδομαι πάλι… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”